Ανάπτυξη 8,7% στην Ελλάδα φέτος, σημαντική συρρίκνωση του ελλείμματος το 2022-2023 σύμφωνα με την Deutsche Bank

Τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρώπη αλλά και υψηλότερο από τον μέσο όρο σε ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κίνα, Αναπτυγμένες Οικονομίες και Αναδυόμενες Αγορές, αναμένεται να σημειώσει η Ελλάδα φέτος, ο οποίος θα διαμορφωθεί στο 8,7% μετά το 14,9% που αναμένεται να σημειώσει η Ιρλανδία. 

 

 

 

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Deutsche Bank, η διετία 2022-2023 θα είναι μία περίοδος επίσης ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, με την αύξηση του ΑΕΠ να τοποθετείται στο 4,4% και στο 3,8% αντίστοιχα, ενώ ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να εκτοξευθεί το 2022 στο 2,8% μετά το 0,3% φέτος, ακολουθώντας ωστόσο στη συνέχεια πτωτική τροχιά και φτάνοντας το 1,3% το 2023.

 

 

 

Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά,  σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Deutsche Bank το έλλειμμα του προϋπολογισμού αναμένεται να συρρικνωθεί έντονα το επόμενο έτος, και από το 10% φέτος να διαμορφωθεί στο 4% πριν υποχωρήσει επίσης σημαντικά το 2023 και στο 1%. Ο λογαριασμός τρεχουσών συναλλαγών θα είναι επίσης ελλειμματικός αλλά με πτωτική τάση, και έτσι από έλλειμα 6% φέτος, το 2022 θα σημειώσει έλλειμα 4% και το 2023 3%.

 

 

 

Σε ό,τι αφορά το σύνολο της ευρωζώνης, η Deutsche Bank αναμένει ανάπτυξη 5,1% φέτος, 3,8% το 2022 και 2,8% το 2023. ‘Όπως επισημαίνει τους τελευταίους έξι μήνες έχει προχωρήσει σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών της για το ΑΕΠ του 2022 στο 3,8% (από 4,8%). Αυτό σχετίζεται κυρίως με τις ελλείψεις εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων τιμών του φυσικού αερίου, αλλά περιλαμβάνει επίσης ένα κόστος από την "Όμικρον" και το χειμερινό κύμα της πανδημίας. Η D.B. αναμένει ότι το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ θα μείνει σε γενικές γραμμές στάσιμο το δ’ τρίμηνο του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022 – με τη Γερμανία να ενδέχεται να σημειώσει τεχνική ύφεση – πριν ανακάμψει. 

 

 

Η ανθεκτικότητα του ΑΕΠ της περιοχής δείχνει κάτι για τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομίες μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν την πανδημία, όπως σημειώνει η γερμανική τράπεζα, καθώς και για τον βαθμό τόνωσης της πολιτικής, τόσο νέας τόνωσης (θετική δημοσιονομική ώθηση το 2022) όσο και καθυστερημένης τόνωσης (απελευθέρωση της πλεονάζουσας αποταμίευσης των νοικοκυριών και την ώθηση στην ανάπτυξη από τους πόρους του NGEU). Πάντως η γερμανική τράπεζα εκτιμά πως η πανδημία και οι ελλείψεις εφοδιασμού θα καθυστερήσουν και δεν θα καταστρέψουν την οικονομική δραστηριότητα. Τους τελευταίους έξι μήνες οι προβλέψεις της για το ΑΕΠ για το 2023 αυξήθηκαν στο 2,8% (από 1,6%). Η απάντηση της ΕΕ στην κρίση – μέτρα στήριξης της εργασίας, κρατικές εγγυήσεις και το NGEU – ενδέχεται να μην ελαχιστοποιήσουν απλώς τις "ουλές"" της πανδημίας αλλά είναι δυνατή μια προσωρινή ώθηση στην τάση της ανάπτυξης μετά την πανδημία.

 

 

Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, η D.B αναφέρει πως έφτασε το Νοέμβριο το υψηλό της του 4,9%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις προηγούμενες προσδοκίες. Τα αποτελέσματα βάσης ωστόσο αναμένεται να τον ωθήσουν χαμηλότερα το 2022. Αυτό ωστόσο δεν θα αφαιρέσει μεγάλο μέρος της πίεσης από την ΕΚΤ. Αναμένεται ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η εστίαση της αγοράς θα στραφούν στον αυξανόμενο υποκείμενο πληθωρισμό. "Είμαστε ολοένα και πιο βέβαιοι ότι ο υποκείμενος πληθωρισμός, ο οποίος είχε κολλήσει αρκετά κάτω από τον στόχο στο 1,25% πριν από την πανδημία, θα αυξηθεί σταδιακά —και με βιώσιμο τρόπο— προς τον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα", τονίζει η γερμανική τράπεζα. Οι επίμονες ελλείψεις της εφοδιαστικής αλυσίδας θα τονώσουν τον πληθωρισμό των βασικών αγαθών, η πράσινη μετάβαση θα αυξήσει τον πληθωρισμό της ενέργειας και η πιο σφιχτή αγορά εργασίας θα τονώσει τον πληθωρισμό των μισθών. Η "Όμικρον" πιθανότατα θα στηρίξει τον πληθωρισμό επιδεινώνοντας την εφοδιαστική αλυσίδα και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού.

 

 

 

Ένα θέμα το οποίο θα παρακολουθείται στενά το 2022 θα είναι η πρόοδος με το Ταμείο Ανάκαμψης και εάν τα κράτη μέλη μπορούν να επενδύσουν σύμφωνα με αυτά που έχουν προγραμματίσει στα σχέδια ανάκαμψης ή εάν οι ελλείψεις/τριβές θα καθυστερήσουν τα έργα. Το άλλο θέμα που επίσης χρήζει παρακολούθησης είναι η πίεση στους μισθούς -το ένα τέταρτο των επιχειρήσεων αναφέρει ήδη σοβαρούς περιορισμούς στην εργασία- και, σημαντικό για τον δείκτη τιμών καταναλωτή, αν ο πληθωρισμός των μισθών μετακυλιθεί στον πληθωρισμό των τιμών των υπηρεσιών.

 

 

 

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Deutsche Bank για τον πληθωρισμό, τα κριτήρια για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ πληρούνται στο τέλος του 2023. Ο κίνδυνος είναι μια αύξηση των επιτοκίων νωρίτερα από το αναμενόμενο, όπως τονίζει. Μία αύξηση στο τέλος του 2022 δεν είναι αδύνατη και θα χρειαζόταν μόνο άλλες 2-3 εκπλήξεις από το μέτωπο του πληθωρισμού, όπως συνέβη τους τελευταίους δύο μήνες. 

 

 

Η καθυστέρηση της αύξησης των επιτοκίων μέχρι το 2023 δεν σημαίνει πάντως ότι η στάση της νομισματικής πολιτικής θα παραμείνει αμετάβλητη το 2022. Με τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό να ενισχύονται και τους κινδύνους περαιτέρω αύξησης να είναι υπαρκτοί, η D.B αναμένει από την ΕΚΤ να τερματίσει τις καθαρές αγορές PEPP — οι αγορές περιουσιακών στοιχείων θα μειωθούν κατά 65-70% το 2022 — και το προεξοφλημένο επιτόκιο TLTRO. Αναμένει επίσης οι νέες ευελιξίες στις ρυθμίσεις ποσοτικής χαλάρωσης μετά το PEPP να δημιουργήσουν περισσότερες επιλογές πολιτικής. Μια πολιτική για τον έλεγχο του κινδύνου κατακερματισμού μετά το PEPP, όπως ένα ενισχυμένο πρόγραμμα επανεπενδύσεων, θα καθιστούσε πιο βιώσιμη μια αύξηση των επιτοκίων νωρίτερα από το 2023, όπως τονίζει η γερμανική τράπεζα.