Σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τα τελευταία τρία χρόνια η ελληνική ανταγωνιστικότητα

 

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει φοβερή αύξηση στην ελληνική οικονομία κι αυτό πραγματοποιείται μέσω της αναγέννησης των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, αυτό δεν είναι τόσο διαδεδομένο εξαιτίας της διεύρυνσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά την έναρξη της πανδημίας.

 

H αιτία της διεύρυνσης αυτής είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που οδήγησε στην αύξηση του εξωτερικού ελλείμματος τη δεκαετία του 2000. Τότε, η Ελλάδα κατέγραφε σημαντικές απώλειες ανταγωνιστικότητας, η οποία οδήγησε σε μεγάλη αύξηση εισαγωγών και στασιμότητα εξαγωγών. Αντίθετα, τα τελευταία τρία χρόνια η ελληνική ανταγωνιστικότητα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Το διευρυμένο έλλειμμα της περιόδου 2020-2022 οφείλεται κυρίως στη μεγάλη μείωση των εσόδων από τον τουρισμό (το 2020, αλλά και το 2021) και, πιο πρόσφατα, στις αυξημένες διεθνείς τιμές ενέργειας. Αυτές οι πολύ σημαντικές αλλά τελικά προσωρινές εξελίξεις κρύβουν μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση του ελληνικού εξωτερικού τομέα, η οποία έχει συντελεστεί ιδιαίτερα τα τελευταία τρία χρόνια. Αναλυτικότερα:

 

• Η Ελλάδα έχει γίνει μια πολύ πιο εξωστρεφής οικονομία. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 2010 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχούσαν στο 22% του ελληνικού ΑΕΠ. Το 2021 το ποσοστό αυτό σχεδόν διπλασιάστηκε στο 41%. Το 2010 η Ελλάδα ήταν τελευταία στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Το 2021, σε όρους ΑΕΠ, η Ελλάδα εξήγαγε περισσότερο από τις Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία, και άγγιξε το ποσοστό της Πορτογαλίας, χώρα η οποία για πολλούς αναλυτές αποτελεί πρότυπο επιτυχημένης αλλαγής μοντέλου ανάπτυξης με βάση την εξωστρέφεια.

 

• Η Ελλάδα πλέον δεν εξάγει μόνο τουριστικές και μεταφορικές υπηρεσίες. Ιδιαίτερα τα τελευταία τρία χρόνια, έχει βελτιώσει θεαματικά τις επιδόσεις της στις εξαγωγές αγαθών. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2010 το σύνολο των εξαγωγών αγαθών ήταν 21,2 δισ. ευρώ, ποσοστό 9,5% του ΑΕΠ. Το 2021 οι εξαγωγές αγαθών ανήλθαν σε 40 δισ., ποσοστό 22% του ΑΕΠ. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι εξαγωγές αγαθών ήταν 26 δισ., υψηλότερες κατά 40% από το πρώτο εξάμηνο του 2021.

 

• Η ελληνική εξαγωγική βάση γίνεται όλο και πιο διαφοροποιημένη. Με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2021 η Ελλάδα είχε έξι κατηγορίες αγαθών των οποίων οι εξαγωγές ξεπέρασαν το 1% του ΑΕΠ. Πριν από την έναρξη της ελληνικής κρίσης χρέους (το 2008) είχε μόνο μια, τα πετρελαιοειδή.

 

• Η Ελλάδα έχει αυξήσει εντυπωσιακά τις εξαγωγές αγαθών υψηλής τεχνολογίας. Και πάλι με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2020 το ποσοστό ελληνικών εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των βιομηχανικών εξαγωγών ήταν 13,2%, σημαντικά υψηλότερο εκείνων της Ιταλίας (9%), της Ισπανίας (7,7%) και της Πορτογαλίας (7,1%), ενώ προσεγγίζει το ποσοστό της Γερμανίας (15,5%)! Αυτή η ποιοτική αναβάθμιση των ελληνικών εξαγωγών, η οποία αυξάνει σημαντικά τη μη τιμολογιακή ανταγωνιστικότητα της χώρας, δεν έχει γίνει τυχαία. Γίνεται γιατί αρχής γενομένης από το 2013 η Ελλάδα έδωσε φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε έρευνα και τεχνολογία (R&D), τα οποία αύξησε θεαματικά το 2020. Ως αποτέλεσμα, οι επενδύσεις για R&D παρουσιάζουν επιταχυνόμενη αύξηση (1,5% του ΑΕΠ το 2020 έναντι 0,6% το 2010), κάτι το οποίο συνεισφέρει σε παραγωγή και εξαγωγή αγαθών υψηλής τεχνολογίας.

 

Αναντίρρητα, η επιβράδυνση της διεθνούς ανάπτυξης που προκαλεί η ενεργειακή κρίση αποτελεί αρνητική εξέλιξη για το παγκόσμιο εξαγωγικό εμπόριο. Όμως, για τη χώρα μας η κρίση δημιουργεί και ευκαιρίες. Η Ευρώπη, και η Δύση γενικότερα, στρέφονται προς πολιτικές στρατηγικής αυτονομίας, κάτι που συνεπάγεται επαναπατρισμό επενδύσεων από τρίτες χώρες και μεγάλες επενδύσεις στην ενεργειακή ανεξαρτησία. Αυτή η υποκατάσταση του «off-shoring» από «near-shoring» και «friend-shoring» δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να προσελκύσει σημαντικό αριθμό άμεσων ξένων επενδύσεων (τομέας στον οποίο το 2021 και το 2022 οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων καταγράφουν διαδοχικά ρεκόρ) και στις ελληνικές επιχειρήσεις να αυξήσουν περαιτέρω τα μερίδιά τους στις ευρωπαϊκές και δυτικές αλυσίδες προσφοράς.

 

Έτσι, το αρνητικό εισοδηματικό αποτέλεσμα (income effect) που προκαλεί η νέα διεθνής κρίση στις ελληνικές εξαγωγές μπορεί να εξουδετερωθεί από ένα θετικό αποτέλεσμα υποκατάστασης (substitution effect) ξένων από ελληνικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης και της ενέργειας. Αυτό απαιτεί περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων, εγχώριων και ξένων, που με τη σειρά της προϋποθέτει διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και συνέχεια της παρούσας μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Εάν παίξει καλά τα χαρτιά της, η Ελλάδα μπορεί να επαναλάβει το εξαγωγικό θαύμα της Ιρλανδίας και να αποτελέσει τη χώρα-έκπληξη της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια.

 

Πηγή: Μιχάλης Γ. Αργυρού, kathimerini.gr